top of page

Αχιλλέας

Ο Αχιλλέας ήταν γιος του Πηλέα (που καταγόταν από τον Δία) και της Θέτιδας (που ήταν μια από τις Νηριίδες) θεά και αθάνατη η ίδια. Ήταν φυσικό η αθάνατη Θέτιδα να θελήσει να χαρίσει την αθανασία και στον γιο της. Γι’ αυτό νεογέννητο τον βούτηξε στα νερά της Στύγας και κέρδισε την αθανασία σε όλο του το σώμα εκτός από την φτέρνα του, από όπου τον κρατούσε.

Όταν οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα και πήραν την απόφαση να εκστρατεύσουν εναντίον της Τροίας, η Θέτιδα αποφάσισε να κρύψει τον γιο της, για να μην πάρει μέρος. Ήξερε πως αν συμμετείχε η Μοίρα του, τού έγραφε ότι θα σκοτωθεί κάτω από τα τείχη της Τροίας. Έτσι, ενώ ήταν αρκετά μικρός ακόμα (περίπου 9 χρονών) τον έντυσε με γυναικεία ρούχα και τον πήγε στην Σκύρο στο παλάτι του βασιλιά Λυκομήδη. Κανόνισε να ζήσει ο γιος της εκεί, ανάμεσα στις θυγατέρες του βασιλιά. Μεγαλώνοντας ο Αχιλλέας μέσα στον γυναικωνίτη, αγάπησε μια από τις βασιλοπούλες, τη Διηδάμεια και την έκανε δική του. Στους εννιά μήνες η κοπέλα γέννησε έναν γιο που τον είπαν στην αρχή Πύρρο για τα ξανθά του μαλλιά και αργότερα τον ονόμασαν Νεοπτόλεμο.

Στο μεταξύ οι Αχαιοί είχαν ακούσει από τον μάντη τους τον Κάλχα πως δεν θα μπορούσαν να κερδίσουν στην Τροία, αν δεν είχαν μαζί τους τον αντρειωμένο Αχιλλέα. Όταν μάλιστα έμαθαν πως κρύβεται στο παλάτι του Λυκομήδη, έστειλαν να τον ζητήσουν. Ο Λυκομήδης αρνήθηκε πως στο   παλάτι κρυβόταν ο Αχιλλέας. Ο Οδυσσέας, που βρισκόταν ανάμεσα στους απεσταλμένους των Αχαιών, κατάλαβε τι γινόταν. Μεταμφιέστηκε σε γυρολόγο, έμπορο και μπήκε στον γυναικωνίτη με την άδεια του Λυκομήδη, να δείξει στις κόρες του τα γυναικεία υφάσματα που πουλούσε. Στο μεταξύ είχε φροντίσει να κρύψει ανάμεσα στις πραμάτειες του ένα σπαθί και μιαν ασπίδα. Την ώρα που οι βασιλοπούλες μαζί με τις βάγιες τους (υπηρέτριες) έφερναν πάνω κάτω τα υφάσματα, απορώντας τι να πρωτοδιαλέξουν, ο Αχιλλέας πρόσεξε να ξεπροβάλλουν τα όπλα. Χύθηκε πάνω τους, να τα πιάσει και να τα εξετάσει. Την ίδια ώρα οι σύντροφοι του Οδυσσέα απέξω από το παλάτι, ακολουθώντας τις οδηγίες του, άρχισαν να σαλπίζουν, να χτυπούν τα όπλα τους και να φωνάζουν δυνατά, σαν να βρίσκονταν στη μάχη. Ο Αχιλλέας ακούγοντας όλη αυτήν την ταραχή, ενθουσιάστηκε και άρχισε να κραδαίνει το σπαθί που κρατούσε. Ο ήρωας είχε προδοθεί και όταν ο Οδυσσέας του είπε πως το χρέος του ήταν να έρθει στην Τροία και να πολεμήσει, δεν άργησε να πετάξει τα γυναικεία ρούχα που φορούσε και να τον ακολουθήσει.

 

Πηγή : Κακριδής, Ι.Θ., (επιμ.), Ελληνική Μυθολογία, τ.3. σελ.143, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986.

Νεοπτόλεμος

Ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα,  μεγάλωνε στη Σκύρο κοντά στη μητέρα του Δηιδάμεια και τον παππού του Λυκομήδη, βασιλιά της Σκύρου.

Όταν ο πατέρας του ο Αχιλλέας σκοτώθηκε στην Τροία, ένας μάντης φανέρωσε στους Έλληνες, ότι για να πέσει η Τροία και να κερδίσουν οι Έλληνες έπρεπε να πολεμήσει μαζί τους και ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος.

Έστειλαν λοιπόν για άλλη μια φορά τον πανούργο Οδυσσέα στη Σκύρο να φέρει τον Νεοπτόλεμο. Έτσι και έγινε. Ο Λυκομήδης στην αρχή είχε αντιρρήσεις και μάλιστα προσπάθησε να κρύψει τον νεαρό Νεοπτόλεμο στο βασιλιά των Αβάντων, Χαλκώδοντα, που διοικούσε την κεντρική Εύβοια. Όμως ο ίδιος ο Νεοπτόλεμος λαχταρούσε να πολεμήσει και να δοξαστεί. Ακολούθησε τον Οδυσσέα στην Τροία. Φθάνοντας ο Οδυσσέας του έδωσε τα όπλα του πατέρα του Αχιλλέα. Ο Νεοπτόλεμος ξεχώρισε στη μάχη, αλλά και στο νου και στην εξυπνάδα.

Ο Νεοπτόλεμος όπως είπαμε στην αρχή ονομάστηκε Πύρρος από τα ξανθά του μαλλιά, αλλά στη συνέχεια ονομάστηκε Νεοπτόλεμος γιατί πήγε νέος στον πόλεμο.

 

Πηγές : Κακριδής, Ι.Θ., (επιμ.), Ελληνική Μυθολογία, τ.5. σελ.137-138, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986.

bottom of page